Χρησμός
Στον Γκονσάλο Ρόχας
– Δεν υπάρχει φωτεινότερη τύχη από την ίριδα του ματιού μου,
ρωτήστε τα παιδιά που κλαίνε χώμα,
σταθείτε στη θάλασσα ν’ αναπνεύσετε το πέταγμά της
όταν ο ήλιος γίνεται διάφανος κι αναστενάζει και δε φαίνεται.
Η μάντισσα κλείνει τα μάτια και χτυπάνε
τα δόντια και η γλώσσα της, κακόκεφη, στεγνή.
– Ο τροχός γυρίζει πάντα στο κέντρο τ’ ουρανού της
κι όλα σταματάνε και μιλούν και παραμένουν.
– Γυμνή στο δώμα θα υφαίνει πάντα,
ίσως ποτέ να μη γυρίσει ο εραστής της απ’ τον πόλεμο
και τα χρόνια θα χορεύουν και χωρίς ν’ αναγνωρίζει
τα κομμάτια από μέταλλο, την κιονοστοιχία, τη θάλασσα.
– Έπειτα βλέπω σιωπή και μια ανελέητη κραυγή.
Το αίμα ανακάλυψε το κενό του βάρος.
Πιο κει μια πυρκαγιά και το άλογο ύπατος
και μάρτυρες που αποπνέουν παρορμητική δόξα.
…Είναι σύννεφα στα φρύδια μου και ψάρια,
είναι πλανήτες…
Βλέπω το χνάρι να χάνει το σχήμα του και να πέφτει.
Το φεγγάρι πλησιάζει, ο άγγελος πλησιάζει.
Δύο χιλιάδες καμπάνες πληγώνουν, καρφώνονται στην ακοή μου
κι η Ιεριχώ παραδίνεται κι ο αετός ψοφά
ενώ ο ταύρος τρέχει πίσω απ’ τα λιοντάρια.
Προτελευταίες ειδήσεις, οι αγγελιοφόροι τρέχουν:
Έπεσε η Ρώμη, η Τσενοτστιτλάν, το Κούσκο.
– Το κλάμα πάλι διατρέχει τα δαχτυλίδια μου.
– Η αστυνομία καρτερεί πίσω απ’ τα τείχη,
δεν υπάρχει διαφυγή, με σέρνουν με θειάφι,
με καταναγκάζουν, με καταδικάζουν, με φιλούν στο πρόσωπο.
– Πάρτε τους καθρέφτες, δυναμώστε τούτη τη φωτιά!
– Η πείνα με συγκινεί κι αισθάνομαι σαν να πετάνε
τα κοράκια μες στο στόμα μου, τρελαμένα μου.
– Γιατί ποτέ δεν αναγγέλλω ό,τι γράφεται χθες!
…Είναι σύννεφα στα χέρια μου,
θυμάμαι μόνο τη θάλασσα…
Ένας δελφικός χρησμός
Στον Χάρολδ Αλβαράδο Τενόριο
Ρωτά ο ιερέας τη Σίβυλλα κατ’ εντολή του Αλεξάνδρου, του Μακεδόνα:
– Θα ολοκληρώσω τον άθλο για την ειρήνη εκείνων των βασιλείων και πόλεων και για το πλούσιο μέλλον που αυτές αξίζουν;
Απαντά ο ιερέας αφού άκουσε πρώτα τις κραυγές, τις λαρυγγικές συλλαβές και τον διακεκομμένο θρήνο. Τα γέλια τρελά. Τα μάτια γυρισμένα:
– Το πλοίο που θα σε πάρει
δε θα ξαναγυρίσει.
Θα γίνεις ένας νέος Οδυσσέας
χωρίς Ιθάκη, χωρίς πατρίδα:
με πλούσια κληρονομιά,
με παρακαταθήκη σκοτεινή.
Το πλοίο που θα σε πάρει
θα προσαράξει στην κορφή
κάποιου μακρινού Ολύμπου
Θεών που κατέχουν
τα κλειδιά για τις πύλες
όλων των πόλεων.
Το πλοίο που θα σε πάρει
θα ’ναι το ίδιο το κορμί σου,
με χάρη, με θέρμη, από πυρετούς
λιωμένο.
Σεφέρης
Στον Βίκτορ Λόμπος
Μια λέξη
μόνη
θ’ ανοίξει τον χώρο
της θάλασσας
ή των ουρανών:
Ύπνος.
Σαν κεραυνός που αιφνιδιάζει
και σαν μεγαλειώδης βροντή
που σκίζει τις κολάσεις.
Σαν τη μυστική φωνή
του σκοτεινού ποιήματος
μόνου,
που ζητιανεύει.
Σαν την κρύα επιφάνεια
νεκρών παρόντων σήμερα
μες στη φευγάτη μνήμη,
μες στο ανήσυχο παρελθόν.
Από τις λέξεις
μία
και
ένας ποιητής
αληθινός:
Ύπνος.
Έπειτα πια μαντεύει κανείς
τον θρήνο των κυμάτων.
Ελλάδα*
Στην Άντζελα Τζεντίλε
Ένας σπασμένος κίονας μπρος στο πετρώδες Αιγαίο. Μια κολόνα που είναι η σπονδυλική στήλη της γλώσσας μου και όλων των άλλων γλωσσών. Μια αμυδρή ανάμνηση που ανεβαίνει στα τείχη των Μυκηνών ή η ανοιξιάτικη ζέστη κοιτάζοντας την καλντέρα της Θήρας.
Μια λέξη, Ελλάδα, που διατρέχει το αίμα μου και αερίζει την καρδιά. Όχι μια χώρα ούτ’ ένα κράτος, μια πατρίδα που πληγώνει και μια πατρίδα που νανουρίζει.
Ένας χώρος στον χρόνο, στον λόγο, στο όνειρο.
Ένας τρόπος ζωής, θανάτου και αιωνιότητας.
*Ποίημα σε πρόζα που ο Α.Μ. έγραψε για την παρούσα παρουσίαση.O Αντρές
No hay comentarios.:
Publicar un comentario