Buscar este blog

"Soy un bicho de la tierra como cualquier ser humano, con cualidades y defectos, con errores y aciertos, -déjenme quedarme así- con mi memoria, ahora que yo soy. No quiero olvidar nada."



José Saramago

miércoles, 9 de abril de 2025

POEMAS DE ANDRÉS MORALES TRADUCIDOS AL GRIEGO POR LA POETA AGATHI DIMITROUKA

 


O Αντρές Μο­ρά­λες [Andrés Morales] (Σα­ντιά­γο Χι­λής 1962), κα­θη­γη­τής Ισπα­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Χι­λής και αντι­πρό­ε­δρος της Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας Κα­λών Γραμ­μά­των που εδρεύ­ει στη Μα­δρί­τη. Έχει εκ­δώ­σει εί­κο­σι οκτώ βι­βλία ποί­η­σης και δο­κί­μια για την ισπα­νι­κή, ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή και ευ­ρω­παϊ­κή ποί­η­ση. Βι­βλία του έχουν με­τα­φρα­στεί σε δε­κα­τρείς γλώσ­σες, ενώ ποι­ή­μα­τά του έχουν συ­μπε­ρι­λη­φθεί σε εξή­ντα αν­θο­λο­γί­ες στη Χι­λή και στο εξω­τε­ρι­κό. Για το έρ­γο του έχει απο­σπά­σει τι­μη­τι­κές δια­κρί­σεις και πολ­λά βρα­βεία.



Χρη­σμός

Στον Γκον­σά­λο Ρό­χας

– Δεν υπάρ­χει φω­τει­νό­τε­ρη τύ­χη από την ίρι­δα του μα­τιού μου,
ρω­τή­στε τα παι­διά που κλαί­νε χώ­μα,
στα­θεί­τε στη θά­λασ­σα ν’ ανα­πνεύ­σε­τε το πέ­ταγ­μά της
όταν ο ήλιος γί­νε­ται διά­φα­νος κι ανα­στε­νά­ζει και δε φαί­νε­ται.

Η μά­ντισ­σα κλεί­νει τα μά­τια και χτυ­πά­νε
τα δό­ντια και η γλώσ­σα της, κα­κό­κε­φη, στε­γνή.

– Ο τρο­χός γυ­ρί­ζει πά­ντα στο κέ­ντρο τ’ ου­ρα­νού της
κι όλα στα­μα­τά­νε και μι­λούν και πα­ρα­μέ­νουν.

– Γυ­μνή στο δώ­μα θα υφαί­νει πά­ντα,
ίσως πο­τέ να μη γυ­ρί­σει ο ερα­στής της απ’ τον πό­λε­μο
και τα χρό­νια θα χο­ρεύ­ουν και χω­ρίς ν’ ανα­γνω­ρί­ζει
τα κομ­μά­τια από μέ­ταλ­λο, την κιο­νο­στοι­χία, τη θά­λασ­σα.

– Έπει­τα βλέ­πω σιω­πή και μια ανε­λέ­η­τη κραυ­γή.
Το αί­μα ανα­κά­λυ­ψε το κε­νό του βά­ρος.
Πιο κει μια πυρ­κα­γιά και το άλο­γο ύπα­τος
και μάρ­τυ­ρες που απο­πνέ­ουν πα­ρορ­μη­τι­κή δό­ξα.
…Εί­ναι σύν­νε­φα στα φρύ­δια μου και ψά­ρια,
εί­ναι πλα­νή­τες…
Βλέ­πω το χνά­ρι να χά­νει το σχή­μα του και να πέ­φτει.
Το φεγ­γά­ρι πλη­σιά­ζει, ο άγ­γε­λος πλη­σιά­ζει.
Δύο χι­λιά­δες κα­μπά­νες πλη­γώ­νουν, καρ­φώ­νο­νται στην ακοή μου
κι η Ιε­ρι­χώ πα­ρα­δί­νε­ται κι ο αε­τός ψο­φά
ενώ ο ταύ­ρος τρέ­χει πί­σω απ’ τα λιο­ντά­ρια.

Προ­τε­λευ­ταί­ες ει­δή­σεις, οι αγ­γε­λιο­φό­ροι τρέ­χουν:
Έπε­σε η Ρώ­μη, η Τσε­νο­τστι­τλάν, το Κού­σκο.

– Το κλά­μα πά­λι δια­τρέ­χει τα δα­χτυ­λί­δια μου.

– Η αστυ­νο­μία καρ­τε­ρεί πί­σω απ’ τα τεί­χη,
δεν υπάρ­χει δια­φυ­γή, με σέρ­νουν με θειά­φι,
με κα­τα­να­γκά­ζουν, με κα­τα­δι­κά­ζουν, με φι­λούν στο πρό­σω­πο.

– Πάρ­τε τους κα­θρέ­φτες, δυ­να­μώ­στε τού­τη τη φω­τιά!

– Η πεί­να με συ­γκι­νεί κι αι­σθά­νο­μαι σαν να πε­τά­νε
τα κο­ρά­κια μες στο στό­μα μου, τρε­λα­μέ­να μου.

– Για­τί πο­τέ δεν αναγ­γέλ­λω ό,τι γρά­φε­ται χθες!

…Εί­ναι σύν­νε­φα στα χέ­ρια μου,
θυ­μά­μαι μό­νο τη θά­λασ­σα…


Ένας δελ­φι­κός χρη­σμός

Στον Χά­ρολδ Αλ­βα­ρά­δο Τε­νό­ριο

Ρω­τά ο ιε­ρέ­ας τη Σί­βυλ­λα κα­τ’ εντο­λή του Αλε­ξάν­δρου, του Μα­κε­δό­να:

– Θα ολο­κλη­ρώ­σω τον άθλο για την ει­ρή­νη εκεί­νων των βα­σι­λεί­ων και πό­λε­ων και για το πλού­σιο μέλ­λον που αυ­τές αξί­ζουν;

Απα­ντά ο ιε­ρέ­ας αφού άκου­σε πρώ­τα τις κραυ­γές, τις λα­ρυγ­γι­κές συλ­λα­βές και τον δια­κε­κομ­μέ­νο θρή­νο. Τα γέ­λια τρε­λά. Τα μά­τια γυ­ρι­σμέ­να:

– Το πλοίο που θα σε πά­ρει
δε θα ξα­να­γυ­ρί­σει.
Θα γί­νεις ένας νέ­ος Οδυσ­σέ­ας
χω­ρίς Ιθά­κη, χω­ρίς πα­τρί­δα:
με πλού­σια κλη­ρο­νο­μιά,
με πα­ρα­κα­τα­θή­κη σκο­τει­νή.

Το πλοίο που θα σε πά­ρει
θα προ­σα­ρά­ξει στην κορ­φή
κά­ποιου μα­κρι­νού Ολύ­μπου
Θε­ών που κα­τέ­χουν
τα κλει­διά για τις πύ­λες
όλων των πό­λε­ων.

Το πλοίο που θα σε πά­ρει
θα ’ναι το ίδιο το κορ­μί σου,
με χά­ρη, με θέρ­μη, από πυ­ρε­τούς
λιω­μέ­νο.



Σε­φέ­ρης

Στον Βί­κτορ Λό­μπος

Μια λέ­ξη
μό­νη
θ’ ανοί­ξει τον χώ­ρο
της θά­λασ­σας
ή των ου­ρα­νών:

Ύπνος.

Σαν κε­ραυ­νός που αιφ­νι­διά­ζει
και σαν με­γα­λειώ­δης βρο­ντή
που σκί­ζει τις κο­λά­σεις.

Σαν τη μυ­στι­κή φω­νή
του σκο­τει­νού ποι­ή­μα­τος
μό­νου,
που ζη­τια­νεύ­ει.

Σαν την κρύα επι­φά­νεια
νε­κρών πα­ρό­ντων σή­με­ρα
μες στη φευ­γά­τη μνή­μη,
μες στο ανή­συ­χο πα­ρελ­θόν.

Από τις λέ­ξεις
μία
και
ένας ποι­η­τής
αλη­θι­νός:

Ύπνος.

Έπει­τα πια μα­ντεύ­ει κα­νείς
τον θρή­νο των κυ­μά­των.



Ελ­λά­δα*

Στην Άν­τζε­λα Τζε­ντί­λε

Ένας σπα­σμέ­νος κί­ο­νας μπρος στο πε­τρώ­δες Αι­γαίο. Μια κο­λό­να που εί­ναι η σπον­δυ­λι­κή στή­λη της γλώσ­σας μου και όλων των άλ­λων γλωσ­σών. Μια αμυ­δρή ανά­μνη­ση που ανε­βαί­νει στα τεί­χη των Μυ­κη­νών ή η ανοι­ξιά­τι­κη ζέ­στη κοι­τά­ζο­ντας την καλ­ντέ­ρα της Θή­ρας.

Μια λέ­ξη, Ελ­λά­δα, που δια­τρέ­χει το αί­μα μου και αε­ρί­ζει την καρ­διά. Όχι μια χώ­ρα ού­τ’ ένα κρά­τος, μια πα­τρί­δα που πλη­γώ­νει και μια πα­τρί­δα που να­νου­ρί­ζει.

Ένας χώ­ρος στον χρό­νο, στον λό­γο, στο όνει­ρο.

Ένας τρό­πος ζω­ής, θα­νά­του και αιω­νιό­τη­τας.

*Ποί­η­μα σε πρό­ζα που ο Α.Μ. έγρα­ψε για την πα­ρού­σα πα­ρου­σί­α­ση.Αντρές

No hay comentarios.: